- ἀστυγειτονέομαι
- ἀστῠ-γειτονέομαι χθόναA dwell in a neighbouring land, A.Supp. 286.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστυγειτονουμένας — ἀστυγειτονουμένᾱς , ἀστυγειτονέομαι dwell in a neighbouring pres part mp fem acc pl (attic epic doric) ἀστυγειτονουμένᾱς , ἀστυγειτονέομαι dwell in a neighbouring pres part mp fem gen sg (doric) ἀστυγειτονουμένᾱς , ἀστυγειτονέω pres part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)